- τακερωθῶσι
- τακερόωboil softaor subj pass 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τακερώ — όω, Α [τακερός] 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό («ἑψῆσαι δεῑ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσι», Αγα θιν.) 2. απαλύνω … Dictionary of Greek